συκόφυλλο(ν)

συκόφυλλο(ν)
το фиговый лист

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "συκόφυλλο(ν)" в других словарях:

  • συκόφυλλο — το / συκόφυλλον, ΝΜΑ φύλλο συκιάς νεοελλ. παροιμ. φρ. «καλόμαθε η γριά στα σύκα, θα φάει και τα συκόφυλλα» λέγεται για τους πλεονέκτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + φύλλον] …   Dictionary of Greek

  • συκόφυλλο — το φύλλο συκιάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συκινόφυλλον — τὸ, Α το φύλλο τής συκιάς, το συκόφυλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύκινος + φύλλον] …   Dictionary of Greek

  • φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»